|
пристрастный, необъективный; ~ή κρίση — пристрастное суждение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пристрастный? — μεροληπτικός как на (ново)греческом будет слово необъективный? — μεροληπτικός как с (ново)греческого переводится слово μεροληπτικός? — пристрастный, необъективный — αβδέλλιασμα — καρδιοστάλαχτος — προσυπογράφω — διορθώσεις — λιγούρεμα — μειονεκτώ — δάδιασμα — δακτυλοειδής — ξιπασμένος — ερυθροκύτωσις — λασπομάχος — σταυρουδάκι — απότοκο — εμφανιστήριο — αυτοτραυματίας — βλαστοφόρος — μαθές — αναποδογύρισμα — εντοιχισμός — εξώπασχο — παροχετευτικός |
|||