Новогреческий словарь
μεροληπτικός
μεροληπτικός
пристрастный, необъективный
;
~ή κρίση — пристрастное суждение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пристрастный
? —
μεροληπτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
необъективный
? —
μεροληπτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεροληπτικός
? — пристрастный, необъективный
#
(ново)греческий словарь
—
ασπρογαλιάζω
—
σταχωτής
—
φυτευτήρι
—
αξιονάγνωστος
—
ηλιοκαής
—
λεβητοστάσιο
—
παραγγελιοδότης
—
χαλινώνω
—
αδοκίμαστος
—
ιδρυματικός
—
επιδρομέας
—
ταχτάρισμα
—
εμπυρευματικός
—
κτηματολογικός
—
αποσύρομαι
—
μουλαρήσιος
—
σπιούνος
—
στροφαλοφόρος
—
ξεφύσημα
—
ηλιόλουτρο
—
ψηλοκρεμαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве