|
η волынка (муз. инструмент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волынка? — γκάιντα как с (ново)греческого переводится слово γκάιντα? — волынка — αντιμεταθετικός — λιθοδόμος — αμφιδέτησις — εγκαιρα — μεταθέτω — δημοκράτης — θυμαράκι — όρθια — βοτανίζω — στενοχωριέμαι — αυτοπρογραμματικός — ευχεραίνω — υποσταλτικός — ανθρωπότη — πένης — εγχαράττω — ευχαριστία — λατύπη — μαυλίζω — τιμιότητα — σουβάς |
|||