|
το петрушка (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петрушка? — πετροσέλινο как с (ново)греческого переводится слово πετροσέλινο? — петрушка — βαρβατεύω — ξαγόρευση — μετακομίζομαι — φράκο — ανθοφορώ — έξάπους — ψωμοζήτης — στύβω — ερείδομαι — έλειος — δερματουργός — χαλκοκουρούνα — διάσκελα — πρωταπριλιάτικος — μελισσουργείο — αδελφοκτονία — μακρύνω — πτώση — φρύττω — ανασαιμιά — πρωτόγαμος |
|||