|
παθ. αόρ. от σώζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εσώθην? — — αμυλάζη — παραλογώ — ψαριανός — προωστικός — καταστατικό — τρελοπαντιέρα — λιποειδής — καρπουζοκέφαλος — εγγυητής — στεφάνωμα — αθεΐα — ρίκινος — καφτός — ψειρού — ορθοφρονώ — βροντάω — κάκοσμος — καυσιμότητα — αποζημιώνω — κοντομάνικος — αντρειά |
|||