Новогреческий словарь
εξάκωπος
εξάκωπ|ος
шестивёсельный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шестивёсельный
? —
εξάκωπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξάκωπος
? — шестивёсельный
#
(ново)греческий словарь
—
αετήσιος
—
αφοπλίζω
—
νοικιάζομαι
—
οροδοσία
—
συμπιεστός
—
αδικοβγάνω
—
ξεροπόταμος
—
ρυθμιστήρας
—
σκανδαλοθηρικός
—
κολυμβητικός
—
εκσπερματίζομαι
—
ακούρνιαχτος
—
ενδεκαπλούς
—
συρταρωτός
—
προκλητικός
—
ατεχνία
—
χαλαρώνω
—
σαστισμάρα
—
κυκλοφοριακός
—
λιοστάσι
—
κλαδωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,