|
унижаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унижаться? — ταπεινώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ταπεινώνομαι? — унижаться — βαρομετρικός — εξομολογητικός — εμβαίνω — αιματοκρίτης — ενεχυροδανειστικός — ονειρικός — οζώδης — μοιχεύω — αξομολόγητος — οργανικός — ελεεινολογία — απειρόκαλος — οιστρήλατος — άεργος — οδοντοϊατρική — επισκίαση — τετράχορος — χαρτογραφία — βαμβακερός — ομπρός — αερόπλοιο |
|||