|
ο слесарь (изготовляющий ключи, замки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слесарь? — κλειδαράς как с (ново)греческого переводится слово κλειδαράς? — слесарь — οχιά — έκβαση — χτισμένος — κτηματόγραφο — αισθητής — εγκαθειργνύω — επιδετικός — φιλαναγνώστης — δεκατιανός — αναζωγράφηση — ιχθυογραφία — αλληλαγαπώμαι — χρυσόλιθος — αστούμπιστος — αλυχνα — αποχαιρετιέμαι — νόσημα — μπράτιμος — πρωτοστάτης — ανεξιθρησκεία — λεπτουργής |
|||