|
еле таскать ноги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово еле таскать ноги? — κωλοσούρνομαι как с (ново)греческого переводится слово κωλοσούρνομαι? — еле таскать ноги — τριανταφυλλένιος — μειοδότρια — πτέρινος — καταλαλώ — εννεοσύλλαβος — καπριτσιόζα — κομπάζω — αναπόδιασμα — εγκλωβισμός — βαθύφωνο — θεωρός — αποκρατικοποίηση — καταχθονιότητα — ποδαράτος — δελτιογράφηση — ραδιοηλεκτρονική — μίζα — κατσαρομάλλης — απόλουσμα — ταχτάρισμα — ερωτοπληξία |
|||