|
το прибавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прибавка? — προσαύξημα как с (ново)греческого переводится слово προσαύξημα? — прибавка — σταμάτισμα — ακουστικώς — εκναυλωτής — αδίψαστος — χολοδόχος — συστηματικός — φουντωτός — πρόθυρα — τριγωνίζω — υποθρεψίο — σηματολόγιο — πασιφανής — επίτομος — απαντητικό — σεγγούνι — νεφέλιο — τουρκοτέκο — οντολογικώς — τουμπάρισμα — κατασυγχύζω — ευγενέστερος |
|||