|
итальянский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово итальянский? — ιταλιάνικος как с (ново)греческого переводится слово ιταλιάνικος? — итальянский — ρούνοι — ομφαλοκήλη — συνάδει — αφιλοχρήματος — αποσβενώ — εξαϋλώνω — εδώθες — γελαστικά — βρυσομάνα — αβούιστος — καρτέλλα — απόκορμο — ξεφούντωτος — απρόσφορος — ογκώδης — υποδαυλισμένος — τουφεκώ — φυσιογνώστης — ξιφοθήκη — αληταρία — μπούκα |
|||