|
осенний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осенний? — χινοπωριάτικος как с (ново)греческого переводится слово χινοπωριάτικος? — осенний — ανυπόφορα — μελένιος — απογραφικός — συνταγματάρχης — άτυχος — ελαιοδάκρυον — βαραθρώνω — διδασκαλικός — ξυσιματιά — τευτονικός — ηλιοχημεία — εφήβαιο — νοννά — αναβοσβύνω — αντίκρυ — πολικλινική — εμπυρευμάτιση — ψυχίτσα — υπόνοια — δικαιολογούμαι — βικτώρια |
|||