|
το фин. годовой процент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово годовой процент? — επιτόκιο как с (ново)греческого переводится слово επιτόκιο? — годовой процент — οκτακοσαριά — ρεμέτζο — ηλιθιωδώς — δασονομία — διακορευτής — καστορέλαιο — λογιωτατισμός — ψευδομάχη — αγγελοειδής — συμπυκνώνω — γραττίζω — αβουλία — παραμεθόριος — ανάκριση — διακομίζω — ευνόητος — εξωκαρδία — φρενοπάθεια — ασιτία — προσδοκία — χρονικός |
|||