|
достигать одного года; χρόνιασε τό μωρό — [phrase]ребёнку исполнился год[/phrase]; χρόνιασε ο μακαρίτης — [phrase]исполнился год со дня его смерти[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово достигать одного года? — χρονιάζω как с (ново)греческого переводится слово χρονιάζω? — достигать одного года — ξεψειρίζω — χαλυβικός — πωλήτρια — κατρακυλιστός — γλυκολαλιά — αρχαιοσολία — δεματού — ραντίζω — αστοιχείωτος — εφαρμοστέος — συγκεντρωτικώς — στοιχειωδώς — πεντηκοστός — ξανθοτρίχα — πούτσα — ανάλειωμα — θυροφύλακας — καληνύχτα — αποσχών — σαλαμούρα — αμπελόβιος |
|||