|
η пассажирка; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пассажирка? — επιβάτισσα как с (ново)греческого переводится слово επιβάτισσα? — пассажирка — σφιχτός — αντενέργεια — οξύμωρος — ανημποριά — πλεύρισμα — λάδανον — παρονομάζω — στενοχωρούμαι — δίπτερος — ζυθοπωλείο — ακροβολώ — κάθιδρος — γαβάθι — εξαθλιωμένος — υποχρεωτικός — κακο- — ακροφυής — μικροβιολογικός — αεί — μάγγανο — λουφατζής |
|||