|
ο халвичник, изготовитель халвы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово халвичник? — χαλβατζής как на (ново)греческом будет слово изготовитель халвы? — χαλβατζής как с (ново)греческого переводится слово χαλβατζής? — халвичник, изготовитель халвы — κατάπλασμα — πλινθοκεραμοποιία — γεροντοκορισμός — απτικός — δείχνω — απολιθώνομαι — ανασκησία — πλησμονή — ξύπνιο — επανασπορά — στρομβοειδής — γερουσία — δίκοχο — αιματολογία — καμαρίλλα — τετράποδος — χειροβολώ — φτώχεια — ρητό — οπτασιάζομαι — φούντωμα |
|||