|
το : κάνω τό ~ — быть посредником #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαμέσον? — — αλευρόμυλος — τρυφή — ενδυνάμωμα — χωραίτης — αρμονικά — κούνελος — παρόνομα — αχώρητος — παγκοίνως — κυνάγχη — φαγεδαινισμός — μυθοποιητικός — ενσταυλισμός — κοτώ — ελαϊκός — παντοκράτορας — τάλαντο — δοσύλλιον — αλφαδόπηχη — βλαμμένος — τηλεφωνητής |
|||