|
το карточка; ταχυδρομικό (или επιστολικό) ~ — (почтовая) открытка; εικονογραφημένο ~ — художественная открытка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карточка? — δελτάριο как с (ново)греческого переводится слово δελτάριο? — карточка — φωσφορίζων — θαρραλέος — καταδότρια — φωτοταξία — συνάθροιση — στραβοτιμονιά — συνδέω — πλεξιά — δαφνοφόρος — ακόσμητος — μαϊάτικος — συσκευαστής — κοιλιά — μεταξόνιο — εφτάωρος — πρωτοβγάζω — κανταρτζής — πόζα — υποχονδρία — ανατρέφω — δάγκειος |
|||