αττικιστικός

формы словаβ
αττικιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αττικιστικός? —


επίπτωσηδιήμερομούμιαγιαχνιστόςακατάβρεκτοςαυτόματοςαλατοζυγόςάπτυχοςχρυσοπλουμίζωαναξήρονσηκαταβοήυποβάτηςξινοφαίνεταιεξαθλίωσηαιγόδερμααπογευματινάκατασπαράζωαισθητικάσαρκασμόςπορνεύομαιανήλικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit