|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αττικιστικός? — — επίπτωση — διήμερο — μούμια — γιαχνιστός — ακατάβρεκτος — αυτόματος — αλατοζυγός — άπτυχος — χρυσοπλουμίζω — αναξήρονση — καταβοή — υποβάτης — ξινοφαίνεται — εξαθλίωση — αιγόδερμα — απογευματινά — κατασπαράζω — αισθητικά — σαρκασμός — πορνεύομαι — ανήλικος |
|||