Новогреческий словарь
διατακτική
διατακτική
η
письменное разрешение
, распоряжение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
письменное разрешение
? —
διατακτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
διατακτική
? — письменное разрешение
#
(ново)греческий словарь
—
ακρότομος
—
γκρεμοτόπι
—
υγροσχαστικός
—
δυσεπηρέαστος
—
αγροίκητος
—
υποσυνείδητο
—
κοχλιώνω
—
αλόγιαστος
—
ξεσκάφτω
—
αμπερόμετρο
—
ξυλογράφος
—
ενσπέρματος
—
άνηθο
—
δεδικασμένο
—
μυστηριακός
—
συγκατηγορούμενος
—
μεταρσιώνω
—
εξαγόμενο
—
περιθωριακός
—
φθειασίδι
—
κιβώριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,