|
το правнук, правнучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правнук? — δισεγγόνι как на (ново)греческом будет слово правнучка? — δισεγγόνι как с (ново)греческого переводится слово δισεγγόνι? — правнук, правнучка — συμμετοχή — επανευρίσκω — σπολλάτη — παιδολογικός — σκανδαλώδης — αρθρογραφικά — κνήμη — δίπνευστος — ζαλίκι — γλιστρολογώ — υποστυλωτικά — κολλυβισμός — λιγδιάζω — διτάξιος — μετεμψυχώνομαι — αρτηριοσκληρία — απέριττος — αδιάβλητος — ματάρα — γουρούνια — αγωνίστρια |
|||