ακουαρέλα

формы словаβ
ακουαρέλα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ακουαρέλα? —


χασματώδηςεξυμνητικόςενσπέρματοςσκυροκονίαματηλεγραφητήςεπισυνημμένωςσφαίρακοστολόγιοσοϊλούδικοςμεταλαμπάδευσιςληξίαρχοςκτενοποιόςΑυγούσταυπομάζιοναμυλόκοκκοιακοντίστριαεμφιάλωσιςφάρσαεγχάραγμαπαραδειγματίζωαιματώδικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit