|
(-έρος) ο хим. этиловый эфир #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этиловый эфир? — αιθυλαιθήρ как с (ново)греческого переводится слово αιθυλαιθήρ? — этиловый эфир — ραδιοεπικοινωνία — απειροστός — άμε — κανόνι — διερείδω — στραβοκάνης — αετονύχης — άμβλυνση — τοξοειδής — θειαφόφεγγος — αστοχιά — πταισματοδίκης — όν — οπλή — υπερδεξιός — πλάση — ακροθαλάσσι — πατημασιά — ξεσφίγγομαι — εναποταμίευση — ξυσιματιά |
|||