|
привыкать, свыкаться; —ώνομαι μέ όλον τόν κόσμο — сблизиться со всеми #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привыкать? — εξοικειώνομαι как на (ново)греческом будет слово свыкаться? — εξοικειώνομαι как с (ново)греческого переводится слово εξοικειώνομαι? — привыкать, свыкаться — τετραπλασιάζω — κινδυνολογώ — καρυδόφυλλο — σανδάλι — απλόχωρος — πιτηδειοσύνη — δασοσκεπής — πεντικιούρ — λεμβόζευκτος — μεσόπλευρος — μπλούζ — τυρφώνας — στειρότητα — μεταφράζω — άποκολοκύνθωση — ξεβράζω — υπερήφανα — αλόγιστος — ακροσύρτης — φαρέτρα — σκηνίτης |
|||