|
η лай; тявканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лай? — υλακή как на (ново)греческом будет слово тявканье? — υλακή как с (ново)греческого переводится слово υλακή? — лай, тявканье — δεντρωτός — άχυμος — δυσκολοδιήγητος — θεριζοαλωνιστικός — αεροπλοϊκός — χρηματιστικός — ριπή — βύζουνας — διαμαχόμενοι — γοβάκι — στενογραφικά — εμβρυολόγος — ξεχορτόριασμα — αλιευτικός — εφίστιος — σουφρώνω — ευσπλαχνίζομαι — δασύπτιλος — παρανυστάζω — οπλίτης — αφόρηγος |
|||