|
1) симптоматичный; 2) случайный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово симптоматичный? — συμπτωματικός как на (ново)греческом будет слово случайный? — συμπτωματικός как с (ново)греческого переводится слово συμπτωματικός? — симптоматичный, случайный — αναβάπτιση — ιατροσόφιον — επίφοβα — αλόγιστος — τρίμετρος — αχρειόγλωσσος — ατενώς — Δώρα — παραγεμισμένος — αβεβαίωτος — φυγός — κομψοτέχνης — κακότητα — πρόκυψη — χωννύω — τυφικός — κενολογία — χεροβολιάζω — γυψοποιείο — αναχοχλακίζω — φαντασμένος |
|||