Новогреческий словарь
μολυβδούχος
μολυβδούχ|ος
хим.
свинцовый, содержащий свинец
;
~ον μετάλλευμα — свинцовая руда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свинцовый
? —
μολυβδούχος
как на
(ново)греческом
будет слово
содержащий свинец
? —
μολυβδούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μολυβδούχος
? — свинцовый, содержащий свинец
#
(ново)греческий словарь
—
ακριβοκόπος
—
κροτικός
—
τορπιλλοθέτις
—
γριβάδι
—
οικοπεδοφάγος
—
μασσέρ
—
αγουράδα
—
επιμολυβδώνω
—
πολιτογράφηση
—
ανεπιφανής
—
αδιαμέτρητος
—
ριζοτομία
—
συνδιάγω
—
βομβαρδιστής
—
λαχανοζούμι
—
συνέρισμα
—
υπομίσθωση
—
επιστεφάνωμα
—
εικοσιτετράωρο
—
δείξη
—
παλιατζούρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве