Новогреческий словарь
σκουλαμέντο
σκουλαμέντο
το разг.
триппер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
триппер
? —
σκουλαμέντο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκουλαμέντο
? — триппер
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιοτηλέγραφος
—
ατερμάτιστος
—
ινδοκινεζικός
—
εντεροτομία
—
ηγέτιδα
—
χουβαρντάνθρωπος
—
ακροσμίγω
—
εικονικός
—
αναξιοσύνη
—
λυμαίνομαι
—
βρακοζούνα
—
ξεκαθάρισμα
—
αποπομπή
—
μοιράστρα
—
σκορπιέμαι
—
φωτότυπο
—
ζουμιάζω
—
σποροκαθαριστήριο
—
δρομογράφος
—
μπακκαράς
—
ανακάθομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве