|
το разг. триппер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово триппер? — σκουλαμέντο как с (ново)греческого переводится слово σκουλαμέντο? — триппер — αιγοπρόβατα — πεντακοσιοστός — έξυπνο κινητό — προϊστάμενος — αλληλοδιάδοχος — πιτυργιάζω — κοψομεσιάζομαι — αιμορροΐδα — υμνογραφία — κύπριος — χωραφοπόντικο — γαλατομπούρικο — μακρομούτσουνος — τεχνολογία — ρέψιμο — ζαχαροπλάστισσα — δρυμώδης — μεροφάγι — ζηλοτυπικός — μεταδότης — αφιλομουσία |
|||