|
свежеокрашенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свежеокрашенный? — φρεσκοβαμμένος как с (ново)греческого переводится слово φρεσκοβαμμένος? — свежеокрашенный — βενζινοκινητήρας — φωνολογία — αγυιόπαις — νησιωτικός — ακίδα — λαγκεύομαι — σμήνος — φαρμακάδα — κραγιόν — ζαλικώνω — φωταγώγηση — υδρογέφυρα — τρισπήλαιος — ωτοσκλήρυνση — επίλευκος — κυνορεξία — αντιατομικισμός — κιόσκι — χοντροδουλειά — κινησιοθεραπευτής — χοηφόρος |
|||