Новогреческий словарь
ενοφθαλμίζομαι
ενοφθαλμίζομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενοφθαλμίζομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λογοτεχνία
—
χειροτερεύω
—
ζωολογία
—
αβαθμίδωτος
—
τυλιγαδιάζω
—
σαξοφωνίστρια
—
παρεπίτροπος
—
διαίρεση
—
μεγαμπέρ
—
διμηνία
—
τυφεκιοφόρος
—
μαγνητοφώνηση
—
όγκωμα
—
συγκατοχή
—
σκυλοδρομία
—
αναρροφητής
—
σιδηρουργικός
—
λογικεύω
—
αφέτης
—
βολιδοσκόπηση
—
λακκιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве