|
неодолимый, непобедимый; ~ ανάγκη — крайняя необходимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неодолимый? — αδήριτος как на (ново)греческом будет слово непобедимый? — αδήριτος как с (ново)греческого переводится слово αδήριτος? — неодолимый, непобедимый — παράπλευρος — εκκρουστικός — σελέμης — σκωληκοφαγωμένος — υποδηματοεπιδνορθωτήριο — μολυβένιος — άρχων — τσάρλεστον — υποσυνείδητο — εξελληνίζω — κανναβάτσα — οπισθογραφώ — επτακόσιοι — κακοτάξιδος — γεραρός — συνθλαστήρας — ξανακινώ — Δεύτερονόμιον — σκάφος — επιψήφιση — ευφορικά |
|||