|
ο 1) суховей; 2) перен. пустоцвет (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово суховей? — λίβας как на (ново)греческом будет слово пустоцвет? — λίβας как с (ново)греческого переводится слово λίβας? — суховей, пустоцвет — μπαλτατζής — αδαμάντινος — ισχύς — σφαγιασμός — καρπέτο — ερανίστρια — δηλητηριάστρια — άνθρακας — αστραπομπουμπουνίζει — υπεροσμία — στέγνη — σουβλισμένος — ανομοειδής — θερμοδυναμικός — απρόσεκτα — ιλαρχία — βρακάκι — απόγραμμα — ταμιακός — τυρινή — ανατεθείς |
|||