|
η китаеведение, синология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово китаеведение? — σινολογία как на (ново)греческом будет слово синология? — σινολογία как с (ново)греческого переводится слово σινολογία? — китаеведение, синология — γαλαδερφός — φευγατίζω — — ευαπόκτητος — μαρκιωνία — συμπτωματολογικός — υδροληψία — σεισμολογικός — προσπέλαση — ευκολύνω — παγώνι — καματάρης — ενορίτισσα — χιονάνθρωπος — ψευδότοιχος — οπλομαχία — διασπορά — αγροκαλλιέργεια — παρενθήκη — χρονοβόρος — ξεψυχιάζω |
|||