|
огромный, высоченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огромный? — θεόψηλος как на (ново)греческом будет слово высоченный? — θεόψηλος как с (ново)греческого переводится слово θεόψηλος? — огромный, высоченный — ακαματωσύνη — αβρόμιστος — ρουμπώνω — τριφωνία — μεταπλάθω — προπομπή — ενδιαίτημα — καρπουζοκέφαλος — μονήμερος — κάμπια — απαραφύλαχτος — ελεγκτήριο — βελοειδής — ξηροπήγαδο — ψέλλισμα — καρναβαλικός — παιδονομία — γυαλωσύνη — σκεπτικίστρια — ξεβίδωμα — επιδέτης |
|||