|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λίγδωμα? — — ναυαγιαίρεση — υποδιοικητής — τετράπους — καταναγκάζω — ξυλόσοφος — ακαβούρντιστος — εξαιτίας — οίκτος — αγγλόφωνος — κάτσε — οπλίτης — σταχτώνω — φερετροποιείο — στοκ — φωτοσφαίρα — ποντικομαμμή — βάστα — μανδύας — κλαψούρισμα — υπέρταση — ηωσινόφιλος |
|||