|
, η, о тяжёлый на подъём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тяжёлый на подъём? — δυσκολοσήκωτος как с (ново)греческого переводится слово δυσκολοσήκωτος? — тяжёлый на подъём — οικογένεια — απόσυκο — συλλαβισμός — ερυθρινος — γλυκαρμενίζω — ανόρκιστος — γιδομονόπατο — χαρτοβιομηχανία — υποκατάσταση — χασκογελώ — επιδιορθωτικά — ξηρότητα — αεροδίνητος — εθνών — δορυκτήτωρας — απλουστεύω — χολοκυστεκτομή — ξεψαρώνω — κοσκινάς — κεραμιδένιος — αμελητές |
|||