Новогреческий словарь
μετεξεταστέος
μετεξεταστέ|ος
получивший переэкзаменовку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
получивший переэкзаменовку
? —
μετεξεταστέος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετεξεταστέος
? — получивший переэкзаменовку
#
(ново)греческий словарь
—
ανύπαντρος
—
αμφιάρθρωση
—
πετσένιος
—
όχι
—
γεωβιούντα
—
ανάβλημα
—
ανεπαισθήτως
—
περιτράνως
—
ελλιμένιση
—
κατελώ
—
ολυμπιακός
—
σποροκαθαριστήριο
—
κρασόξιδο
—
διαρρήδην
—
αυθωρεί
—
νευροχειρουργός
—
ξηροφαγία
—
συναλλασσόμενος
—
σενσουαλισμός
—
φασιστικός
—
γλαυκίοπις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве