|
переплетать (книги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переплетать? — σταχώνω как с (ново)греческого переводится слово σταχώνω? — переплетать — χαμόσπιτο — αλληλεπίκουρος — μαστοφόρος — ξεκίνημός — διενέργεια — συνοριοφύλακας — προπηλακιστής — επιτεγίς — πρωταγωνιστώ — φαγάδικο — νταμαρήσιος — ασύζευκτος — ξεδιαλεγμένος — τριακονταετία — επιψευδαργύρωση — αμπελουργικά — μάϊσσα — λυκάνθρωπος — ανοιγοκλείνω — καψούρης — θέρος |
|||