λέμφωμα

формы словаβ
λέμφωμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λέμφωμα? —


καταρραχήςκατοίκισηπαλαιοντολογίαψυχοπονιάρικοςυπερκόρεσηαπαίτησηρίζωμαεμπειρογνώμοναςδιανοησιαρχίαευτελώςπενταμελήςσαδισμόςτσελίκαμαντείοψυχοδιανοητικόςβήγμαπιονέρικοςξανακινάωαζήμιωτοςβλαχοποιμήναςανθώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit