|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λέμφωμα? — — καταρραχής — κατοίκιση — παλαιοντολογία — ψυχοπονιάρικος — υπερκόρεση — απαίτηση — ρίζωμα — εμπειρογνώμονας — διανοησιαρχία — ευτελώς — πενταμελής — σαδισμός — τσελίκα — μαντείο — ψυχοδιανοητικός — βήγμα — πιονέρικος — ξανακινάω — αζήμιωτος — βλαχοποιμήνας — ανθώ |
|||