|
η точка; τρείς ~ες — многоточие, отточие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово точка? — κουκκίδα как с (ново)греческого переводится слово κουκκίδα? — точка — αντικλείδι — εσώτερος — βαναυσουργός — χινοπωριάτικος — φουντουκής — γελοίο — παραγνωρίζω — αντιτριβή — γαλατόχορτο — προσχώνω — αντραγάθημα — σηματοδότηση — ένα — επαναδίδω — ιεροεξεταστικός — αυτόματος — σύμπας — συμμετέχων — παρακμάζων — επεχόμενον — λάξεμα |
|||