|
το : κατά τό ~ — по желанию, по усмотрению; πράξε κατά τό ~ — [phrase]делай, как хочешь [/phrase] (как знаешь) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δοκούν? — — υποφέρνω — συμμοριακός — πεντακοσιοστό — θανατοφιλία — ενσφράγιστος — υποσυνείδητο — υδρονομείο — πολυψήφιος — ακοινολόγητος — εποχον — δεκανέας — κεραμιδόχωμα — οπισθοφυλακή — πλυντικός — διαιτώμενος — φλαμανδικός — ερατεινός — οργάνωση — μαρξισμός — ράγιση — λογαριθμικός |
|||