δοκούν

формы словаβ
δοκούν
το :
          κατά τό ~ — по желанию, по усмотрению;
          πράξε κατά τό ~ — [phrase]делай, как хочешь [/phrase] (как знаешь)



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δοκούν? —


υποφέρνωσυμμοριακόςπεντακοσιοστόθανατοφιλίαενσφράγιστοςυποσυνείδητουδρονομείοπολυψήφιοςακοινολόγητοςεποχονδεκανέαςκεραμιδόχωμαοπισθοφυλακήπλυντικόςδιαιτώμενοςφλαμανδικόςερατεινόςοργάνωσημαρξισμόςράγισηλογαριθμικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit