|
(αόρ. (ε)ξερρήχανα ) мелеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мелеть? — ξερρηχαίνω как с (ново)греческого переводится слово ξερρηχαίνω? — мелеть — ετήσιος — δασωτός — πηγαδάς — αξέφραστος — εμπλουτίζω — γόσμα — αγγοοροσαλάτα — πίπερμαν — κυτταρόπλασμα — δακρύβρεκτος — μαστραπάς — ναυπηγώ — πουντιάζω — μετοίκιον — δείξις — αφή — φλασκάκι — τσιμπολόγος — ρύπανση — ανεβατόρι — δώριος |
|||