|
ο : γερο-μπαμπαλής — глубокий старик, древний старец #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπαμπαλής? — — ειδήμων — αποξήρανση — μικρολόγημα — διαπαλαίω — καμωματαράς — σωσίβιο — πασιέντσα — νεφριαίος — αλατούχος — παρήλιξ — προμάμμη — αρχειοθήκη — επιζωοτικός — εύνους — ορυζάμυλο — ξεγεννώ — πεθαίνω — δημοσιογράφος — αποκαρώνω — διαπήδηση — Αιγυπτιώτης |
|||