|
το перепел (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перепел? — ορτύκι как с (ново)греческого переводится слово ορτύκι? — перепел — γραφικά — ηθοποιία — τούνδρα — κλινόπους — σαβουριάζω — ασκεπτος — παινάω — κατσαμάκι — χρόνιος — αριθμούμαι — περιστεράκι — γύμναση — αναβάλλεται — σοροπιάζω — διπλωμένος — εικονολατρεία — αγαθοεργός — τρίωρος — άπνους — μελώδημα — κοκκινομανίταρο |
|||