|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαινότυπος? — — επαναπατρίζομαι — ωόσωμα — βομβύκιο — εκβάλλω — φορονομία — τσογλαναράς — αμφικλινής — διδασκαλιστής — μπερδεψιά — χεροκρατιούμαι — τσαπίζω — λήσταρχος — δεκασμός — γουρουνοειδής — όμοια — κατευθύνω — κουτσογραμματισμένος — δηλωθείς — δίριχτος — ιδού — ημιφάτνωτος |
|||