|
(αόρ. (ε)κουράρισα ) лечить (о враче) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лечить? — κουράρω как с (ново)греческого переводится слово κουράρω? — лечить — κακομούτρης — φρονιμεύω — πρίζα — φυγομαχία — νέτα — αργοξυπνώ — βενζινάκατος — απαράλλακτος — ραπτική — έμεση — νομοθετώ — μοιχός — μαρτυρώ — επιχώριος — ξακουστός — αρχοθήρας — μπουκάλι — κάλλος — επτάδα — κλινικώς — φοινικίς |
|||