Новогреческий словарь
κουράρω
κουράρω
(αόρ. (ε)κουράρισα )
лечить
(о враче)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лечить
? —
κουράρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουράρω
? — лечить
#
(ново)греческий словарь
—
βούλα
—
δημοκόπος
—
ανάγνωσμα
—
ανεκτέλεστος
—
ξινοτύρι
—
αναδεικνύω
—
γιγάντια
—
υδρογραφικός
—
γυναικίζω
—
εξεταστήριο
—
περδικοπούλι
—
σαβουρρώνω
—
χρυσωρύχος
—
αντιασθματικός
—
δεσμώτις
—
ανωνυμία
—
αγώνιαστος
—
ζεμπούλι
—
ακατέβαστος
—
υγειονόμος
—
ντουμπλές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве