|
η патент; === είναι βλάκας μέ ~ — [phrase]он патентованный дурак[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патент? — πατέντα как с (ново)греческого переводится слово πατέντα? — патент — χειροτέχνημα — πρωτότοκος — ειρωνικώς — βαμβακοπυρίτις — γαλουρίζω — αργείτικος — εγκοινωνισμός — υπερηχογράφημα — δισέλιδος — διαπασών — απρόσμενος — αυτοπερκρρόνηση — ενσταβλίζω — εξάτμιση — ρεγχαστικός — αργόν — υπόμισθος — μπεηλίκι — τσομπάνικος — διώκομαι — ταπεινά |
|||