|
το козий рог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово козий рог? — γιδοκέρατο как с (ново)греческого переводится слово γιδοκέρατο? — козий рог — εκβράζω — μεγαλέμπορας — δάσωση — κωπηλάτης — πιναρός — κουτουλίζω — τρούφφα — διαλάμπω — αρμπαρόρριζα — έποχθος — τωόντι — πεπερασμένος — διαχύνω — φοινικοειδής — εμψυχωτικός — υπεροξείδιο — αντάρτισσα — πετάμενος — διατρέφω — εισπνεόμενος — εξύψωση |
|||