|
το : τόν κάνανε (или έχει γίνει) ~ — [phrase]на бедного Макара все шишки валятся[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλωτσοσκούφι? — — ακριβαγορασμένος — πιπερόριζα — αγρίμι — υπνωτιστικός — φυγόμαχος — εισχέω — ζορμπαλής — ατόπημα — ετράπην — ιππική — υποβολείο — αλογοσκούφης — κερδοσκόπος — αυτογέννηση — υφαντός — γραμμιστήρι — αναπαραδιάρης — ίουλος — καθεμέρα — ρέμβω — μαραγγιασμένος |
|||