κλωτσοσκούφι

формы словаβ
κλωτσοσκούφι
το :
          τόν κάνανε (или έχει γίνει) ~ — [phrase]на бедного Макара все шишки валятся[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κλωτσοσκούφι? —


ακριβαγορασμένοςπιπερόριζααγρίμιυπνωτιστικόςφυγόμαχοςεισχέωζορμπαλήςατόπημαετράπηνιππικήυποβολείοαλογοσκούφηςκερδοσκόποςαυτογέννησηυφαντόςγραμμιστήριαναπαραδιάρηςίουλοςκαθεμέραρέμβωμαραγγιασμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit