|
το (случайная, неожиданная) встреча; έρχομαι στό ~ — идти навстречу; είμαι ευτυχής δι' αυτό τό ~ημα — [phrase]я рад этой (неожиданной) встрече[/phrase]; καλό (κακό) ~ημα — добрая (зловещая) встреча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово встреча? — σύναπάντημα как с (ново)греческого переводится слово σύναπάντημα? — встреча — παγιδεύω — καταβόλεμα — γούρα — αρθριτικά — ρίψις — παγωνιέρα — ξυλένιος — χρωννύω — σπατουλάρω — μεθύστακας — ψεύδισμα — συνοικία — ξεπλήρωμα — περισσώς — ζήλος — τίποτε — άκαυτος — θαρρύνω — σεισμόμετρο — ουδείς — μαστούρης |
|||