|
αόρ. от ευρίσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εδρον? — — στουμπάνισμα — ογδόντα — ερημιά — γρεναδιέρος — αριοφρύδης — βορεινός — θυμώνω — συμπότης — αρτιφανής — όνομα χώρου — εκμηδένιση — μηνιάτικο — ηλιοστάλακτος — πλύμα — λαχανικό — επτάχορδος — ενοποιημένος — εισβολέας — βιδόνια — σημαντική — λεπτουργική |
|||